διασαφήσεις

διασαφήσεις
διασάφησις
explanation
fem nom/voc pl (attic epic)
διασάφησις
explanation
fem nom/acc pl (attic)
διασαφέω
make quite clear
aor subj act 2nd sg (epic)
διασαφέω
make quite clear
fut ind act 2nd sg
διασαφέω
make quite clear
aor subj act 2nd sg (epic)
διασαφέω
make quite clear
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γιουνγκ, Καρλ Γκούσταφ — (Karl Gustav Jung, Κέσβιλ, Τούργκαου 1875 – Κούσναχτ, Ζυρίχη 1961). Ελβετός ψυχολόγος και ψυχίατρος. Θεωρείται ο σημαντικότερος από τους ψυχαναλυτές που απομακρύνθηκαν από τον Φρόιντ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τον τεράστιο όγκο (περισσότεροι …   Dictionary of Greek

  • ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… …   Dictionary of Greek

  • αδιασάφητος — η, ο αυτός για τον οποίο δεν έγιναν διασαφήσεις, αδιευκρίνιστος: Μερικά σημεία του θέματος έμειναν αδιασάφητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξήγηση — η 1. καθορισμός αιτίας και αποτελέσματος, αιτιολόγηση, ερμηνεία, διασάφηση: Εξήγηση για το ουράνιο τόξο. 2. ορισμός της έννοιας μιας λέξης με συνώνυμα. 3. μετάφραση. 4. στον πληθ. εξηγήσεις δικαιολογίες, διασαφήσεις, έκφραση συγγνώμης: Του ζήτησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”